T-bucket - ορισμός. Τι είναι το T-bucket
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι T-bucket - ορισμός


T-bucket         
  • Detail view of the air inlet
  • early hemi]]. The aluminum radiator (rather than brass), rectangular headlights, and five-spokes (rather than motorcycle wheels) mark this as a later incarnation.
  • Convertible T-bucket in a hybrid style: traditional sidepipes and dropped [[tube axle]], transverse front [[leaf spring]], and non-traditional front [[disc brake]]s and five-spokes.
A T-bucket (or Bucket T) is a hot rod, based on a Ford Model T built from 1915 to 1927, but extensively modified. T-buckets were favorites for greasers.
Bucket Fountain         
KINETIC SCULPTURE IN WELLINGTON, NEW ZEALAND
The Bucket Fountain
The Bucket Fountain is an iconic kinetic sculpture in Wellington, the capital city of New Zealand. It is located in Cuba Mall, which is part of Cuba Street.
bucket         
  • An [[Edo period]] [[Japan]]ese bucket used to hold water for fire fighting
CONTAINER
Milk bucket; Buckets; Five-gallon bucket; Wash bucket; Canvas bucket; Five gallon bucket; Bucket (unit); Water bucket; Garden bucket; Household bucket; Wooden bucket; Plastic bucket; Metal bucket; 🪣
¦ noun
1. a cylindrical open container with a handle, used to carry liquids.
a compartment on the outer edge of a waterwheel.
the scoop of a dredger or grain elevator, or one attached to the front of a digger or tractor.
2. (buckets) informal large quantities of liquid.
¦ verb (buckets, bucketing, bucketed) informal
1. (bucket down) Brit. rain heavily.
2. (of a vehicle) move quickly and jerkily.
Derivatives
bucketful noun (plural bucketfuls).
Origin
ME: from Anglo-Norman Fr. buquet 'tub, pail', perh. from OE bu?c 'belly, pitcher'.